- λοιμεύομαι
- V 0-0-0-1-0=1 Prv 19,19to be pestilent (metaph.), to commitinjury; *Prv 19,19 λοιμεύηται he is pestilent-תליץ ⋄ליץ for MTתציל you effect a rescue; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
λοιμεύομαι — (Α) [λοιμός] επιφέρω όλεθρο, προξενώ φθορά … Dictionary of Greek
λοιμεύεται — λοιμεύομαι to be pestilent pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμεύηται — λοιμεύομαι to be pestilent pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοιμός — ο (AM λοιμός) νεοελλ. λοιμώδες νόσημα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη εξάπλωση με τη μορφή, κυρίως, επιδημίας και από τη βαριά πορεία του μσν. αρχ. η επιδημική νόσος πανώλης, η πανούκλα («οὐ μέντοι τοσοῡτός γε λοιμὸς οὐδὲ φθορὰ οὕτως ἀνθρώπων… … Dictionary of Greek
ԺԱՆՏԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 1 0832 Chronological Sequence: Early classical, 11c, 12c չ. λυμναίομαι, λοιμεύομαι labefactor, corrumpor Ապականիլ՝ անձանց եւ իրաց. Վատթարանալ. չարանալ. անզգամիլ. աւրըւիլ ... *Ժանտացաւ ասա ʼի ժողովուրդն. (կամ անուն նորա առաջի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)